Aminat Neda, The Crossroads



Death, be not proud, though some have called thee
Mighty and dreadful, for thou art not so ;
For those, whom thou think'st thou dost overthrow,
Die not, poor Death, nor yet canst thou kill me.
From rest and sleep, which but thy picture[s] be,
Much pleasure, then from thee much more must flow,
And soonest our best men with thee do go,
Rest of their bones, and soul's delivery.
Thou'rt slave to Fate, chance, kings, and desperate men,

And dost with poison, war, and sickness dwell,
And poppy, or charms can make us sleep as well,
And better than thy stroke ; why swell'st thou then ?
One short sleep past, we wake eternally,
And Death shall be no more ; Death, thou shalt die.



Τα χέρια της έτρεμαν καθώς έβλεπε την μία πρόταση μετά την άλλη να σχηματίζονται, κάθε λέξη γραμμένη με αίμα... Δεν είχε καν αντιληφθεί πως δεν βρισκόταν πλέον έξω από την πόλη, αλλά σε ένα μέρος που δεν είχε ποτέ ξαναδεί. Ξάφνου άκουσε ομιλίες, κάτι που την έκανε να σηκώσει για λίγο το βλέμμα της από το βιβλίο. Μια ξωτικιά, ζωσμένη με όπλα, την ρωτούσε αν αισθάνεται καλά. Πίσω της στεκόταν μια μικρόσωμη γυναίκα με ακριβά ρούχα.
“Ναι, καλά είμαι” είπε μηχανικά και έκλεισε γρήγορα το βιβλίο. Η δεξιά της παλάμη έσταζε αίμα. Την σκούπισε σβέλτα πάνω στα ρούχα της, δεν ήθελε να κινήσει υποψίες. Κοίταξε τριγύρω της το μέρος που βρισκόταν. Ήταν και ένας άντρας εκεί. Τις πλησίασε αργά και τις καλησπέρισε.
“Το όνομα μου είναι Ουέλια” είπε η ξωτικιά, “και αυτή είναι η λαίδη Μαλένκα”.
“Χάρηκα για την γνωριμία κυρίες μου, είμαι ο Βαλντέμαρ και είμαι από την Σίτζιλ. Και το δικό σας όνομα;”
Οι ευγένειες την εκνεύριζαν, δεν ήταν συνηθισμένη σε αυτές. Οι μόνες φορές που τις άκουγε ήταν όταν ο Κύρρος την ειρωνευόταν, λίγο πριν το καθιερωμένο ξύλο συμμόρφωσης.
“Νέντα, με λένε Νέντα. Μα, που είμαστε;”
Κανένας δεν ήξερε να απαντήσει σίγουρα. Ο Βαλντέμαρ έλεγε κάτι για μια πύλη, πως την πέρασε και ήρθε ως εδώ ακολουθώντας κάτι. Οι δύο γυναίκες ανέφεραν κάτι για ένα σμαραγδένιο κόσμο.
“Από πότε οι πολύτιμοι λίθοι είναι κόσμοι ολόκληροι;” είπε η Νέντα γελώντας ειρωνικά.
Καθώς ο Βαλντέμαρ εξηγούσε στις κοπέλες πως όλοι οι κόσμοι συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και πως αυτός το ξέρει γιατί ζει στην πόλη των πυλών και είναι κάτι σαν ξεναγός εκεί, η Νέντα κοιτούσε πέρα από αυτόν και τις άλλες δύο γυναίκες. Που στο καλό βρισκόταν;
Γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι προς τα εκεί που ήταν πριν από λίγα λεπτά η Γουιλούν, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν ένας δρόμος που χανόταν μέσα στις ομίχλες. Κοίταξε για μια στιγμή τους άλλους, που είχαν αφήσει τις κουβέντες και είχαν στρωθεί να ψάχνουν για ίχνη, παρατηρώντας πως η γυναίκα με τα πλούσια ρούχα ακολουθούσε την ξωτικιά. Τελικά βρέθηκαν τα ίχνη κάποιου και οι υπόλοιποι αποφάσισαν να τα ακολουθήσουν. Έτσι και αυτή ακολούθησε, ελπίζοντας να βρει κάποιες απαντήσεις στην πορεία. Πάλι καλά που φεύγοντας είχε πάρει μαζί της και λίγο κρασί για τον δρόμο...


Στο σταυροδρόμι που βρέθηκαν ακολουθώντας τα ίχνη, αντίκρυσαν ένα κτίριο. Τα φώτα στον πάνω όροφο ήταν σβηστά, και μόλις που ξεχώριζες ομιλίες. Ο Βαλ αποφάσισε να πλησιάσει, και μόλις βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε τίποτα το απειλητικό για την ζωή τους, οι γυναίκες πλησίασαν και αυτές.
Ένα πανδοχείο. “Το πανδοχείο της τελευταίας ελπίδας.”
Μέσα από το κτίριο ακουγόταν η φωνή ενός γέρου που μιλούσε σε κάποιο ζώο, μάλλον σε κάποιο σκυλί, το οποίο όταν πλησίασαν αρκετά κοντά, τους μυρίστηκε και άρχισε να γαβγίζει.
Μα, τι όνομα για πανδοχείο!

Ο παππούς μέσα τους καλοσώρισε, φωνάζοντας χαρούμενα και στην αδερφή του να έρθει να τους δει. Τους είπαν πως είχαν να δουν κόσμο εδώ και μερικούς μήνες, πως σε αυτό το μέρος πολλοί έρχονται περαστικοί, αλλά κανένας δεν μένει, πάρα μόνο αυτοί.
“Εσείς γιατί δεν φεύγετε;” ρώτησε η Μαλένκα.
“Οι ομίχλες είναι αυτές που διαλέγουν ποιος θα μείνει και ποιος θα φύγει από αυτό το μέρος” τους είπε η γριά κυρία. “Αυτοί που δεν μπορούν να περάσουν, επιστρέφουν πάλι εδώ, στο σταυροδρόμι, μέχρι αυτές να τους επιτρέψουν να συνεχίσουν τον δρόμο τους.”
“Και που σε οδηγεί ο δρόμος;” ρώτησε ο Βαλ.
“Κανείς δεν ξέρει παιδάκι μου, και εμείς ποτέ δεν καταφέραμε να μάθουμε. Βλέπετε, οι ομίχλες μας γυρνάνε πάντα πίσω...”
Δεν ήθελε να ακούσει άλλο, δεν ήξερε αν θα έπρεπε καν να πιστέψει αυτά που τους έλεγαν αυτά τα γεροντάκια. Μπορεί να είχαν ξεμωραθεί και οι δύο τους εδώ και πολύ καιρό, ποιος ξέρει; Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη την στιγμή ήταν το ζεστό μπάνιο που την περίμενε...


Ήταν η πρώτη φορά μετά από πάρα πολύ καιρό που ένιωθε ήρεμη. Το δωμάτιο της ήταν μόνο δικό της, και κανείς δεν μπορούσε να μπει χωρίς την άδεια της. Θα έλεγε κανείς πως ένιωθε και μια μορφή ασφάλειας, όμως δεν γελιόταν, ήξερε πως θα χρειαζόταν να αγωνιστεί για να κερδίσει την γαλήνη που επιθυμούσε, όταν και οι άλλοι δύο έβγαιναν από την μέση. Ήξερε πως θα την κυνηγούσαν, όπως ήδη την κυνηγούν. Όμως δεν φοβόταν. Είχε πάρει τις αποφάσεις της εδώ και καιρό, και δεν θα λιποψυχούσε με την πρώτη δυσκολία. Όχι. Έπρεπε να συνεχίσει. Άνοιξε το βιβλίο της και ξαναδιάβασε τις αιματοβαμμένες γραμμές. Έπειτα βούτηξε την πένα στο μελάνι και έγραψε την ημερομηνία.

“Άγγιξα μια πέτρα και η πέτρα δάκρυσε.
Στοϊκά μάζεψα τα δάκρυα, τοποθετώντας τα δίπλα στην καρδιά μου.
Δεν έχω την δύναμη να κλάψω πια.
Και έτσι το μόνο που μου έχει απομείνει είναι να μαζεύω τα δάκρυα.
Κανένας δεν έχει βρεθεί να σταθεί δίπλα μου.
Μόνο εγώ και ένα όνειρο έχουμε απομείνει.
Όμως νιώθω πως ο καιρός πλησιάζει πια...”

Έκλεισε το βιβλίο και το έβαλε στην τσάντα της. Η νύχτα ήταν μουντή, νωχελική. Τίποτα δεν έσπαγε την ηρεμία της. Στάθηκε δίπλα στο παράθυρο και έστριψε ένα τσιγάρο. Η γυμνή σιλουέτα της αντικατοπτριζόταν στο τζάμι. Έκανε ένα βήμα πίσω για να παρατηρήσει καλύτερα το σώμα της. Ήξερε πως οι άντρες την θεωρούσαν σεξουαλική, όμως αυτή δεν έβλεπε τίποτα άλλο πάνω της παρά τις ουλές που είχε αποκτήσει εκείνο το βράδυ που ο κόσμος της κατέρρευσε. Όχι, δεν ήταν απεχθείς στην όψη, κάθε άλλο, όμως για αυτήν είχαν χαραχθεί βαθιά μέσα της. Έσβησε το τσιγάρο και τυλίχτηκε μέσα στις κουβέρτες της, ελπίζοντας πως οι εφιάλτες δεν θα την επισκεπτόντουσαν και αυτή την νύχτα...


Την επόμενη μέρα εφοδιάστηκαν με τρόφιμα που τους έδωσαν τα γεροντάκια στο πανδοχείο και ξεκίνησαν. Κατευθύνονταν προς το μέρος που νόμιζαν πως είναι ο βορράς. Δύο ώρες μετά συνάντησαν τις ομίχλες.
“Δεν πρέπει να χαθούμε” είπε η Ουέλια, “ίσως είναι καλύτερα να σχηματίσουμε μια νοητή αλυσίδα και να μην αφήσουμε ο ένας το χέρι του άλλου μέχρι να τις διασχίσουμε”.
Συμφώνησαν πως η Ουέλια θα πήγαινε μπροστά, μετά η Μαλένκα, έπειτα η Νέντα και τελευταίος ο Βαλ, για να προσέχει τα νώτα τους. Οι ομίχλες ήταν τόσο πυκνές, που δεν μπορούσες να δεις τίποτα πέρα από την μύτη σου. Προχωρούσαν σιγά και προσεχτικά, όταν ξαφνικά μια γνώριμη μυρωδιά γέμισε τον αέρα. Η Νέντα την ήξερε αυτή την μυρωδιά. Ακριβώς εκείνη την στιγμή ένιωσε πως οι άλλοι δύο άφηναν τα χέρια της, θαρρείς και ήθελαν να την αφήσουν πίσω, να χαθεί μέσα στις ομίχλες. Η μυρωδιά δυνάμωσε και η Νέντα σιγουρεύτηκε. Ήταν η μυρωδιά του Pablo!Μα πως; Άκουσε κάτι σαν ψίθυρο από πίσω της, και γύρισε, όμως δεν είδε τίποτα. Μετά ο ψίθυρος έγινε ξέπνοη φωνή, που με την σειρά της έγινε κραυγή.
“Μην φεύγεις Νέντα! Μην με αφήνεις εδώ! Μείνε μαζί μου!” τον άκουγε να της φωνάζει.
“Δεν είναι δυνατόν, δεν είναι αλήθεια, είναι όλα στο μυαλό μου, τίποτα από αυτά δεν είναι αληθινό” έλεγε η Νέντα στον εαυτό της. “Κάποιος παίζει με το μυαλό μου, και μπορώ να φανταστώ ποιος...”
Συνέχισε να προχωράει μπροστά, προς τα εκεί που προχωρούσε πριν μαζί με τους άλλους. Άρχισε να φωνάζει τα ονόματα τους, περιμένοντας μια απάντηση, αλλά δεν άκουγε τίποτα. “Γιατί άφησαν τα χέρια μου; Γιατί να θέλουν να με αφήσουν πίσω; Δεν με ξέρουν καν, γιατί θα ήθελαν να με βλάψουν; Μήπως τους έχει στείλει αυτή; Μήπως όλα αυτά είναι μια συνομωσία; Θα τους ρωτήσω μόλις τους βρω..” σκεφτόταν καθώς προχωρούσε. Και χωρίς να το παρατηρήσει, οι ομίχλες είχαν αραιώσει από τριγύρω της, δίνοντας της την δυνατότητα να δει μπροστά και να ξεχωρίσει τις φιγούρες τους.


“Που είσουν; Γιατί άφησες τα χέρια μας;” ήταν η πρώτη αντίδραση της Μαλένκα όταν τους πλησίασε.
“Νόμιζα πως εσείς αφήσατε τα δικά μου.” είπε.
“Γιατί να κάναμε κάτι τέτοιο; Αφού είχαμε συμφωνήσει πως μιας που βρεθήκαμε όλοι μαζί σε αυτόν τον παράξενο τόπο, θα ταξιδεύαμε μαζί μέχρι ο καθένας μας να βρει έναν τρόπο να επιστρέψει πίσω στον κόσμο του.”είπε κάπως παρεξηγημένη η Μαλένκα.
“Δεν ξέρω, αλλά χαίρομαι που σας ξαναβλέπω” είπε η Νέντα και χαμογέλασε. “Τουλάχιστον δεν θα είμαι μόνη” σκέφτηκε. Έπειτα γύρισε και κοίταξε πίσω της. Οι ομίχλες είχαν χαθεί και το μόνο που έβλεπε ήταν ένα ξερό και έρημο τοπίο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι της. Μπροστά τους ένα δάσος ξεφύτρωνε, στην μέση αυτού του ερημικού τοπίου, εκτός τόπου και χρόνου.
“Ωραία” σκέφτηκε, “που βρεθήκαμε τώρα; Σε ποιον καινούριο παράξενο τόπο;”

Comments

sheeriyana said…
Μια ξωτικία ζωσμένη με όπλα...χαχαχαχα...γαμάτο!τέλειο adromeda!μπράβο!8α γράφεις ολο το story?κάτι σαν ημερολόγιο?εγώ πάντως ενδιαφέρομαι να το διαβάσω!
Έτσι λέω Olivia! Αφού μου βγαίνει να το γράψω, όσο μπορώ θα γράφω! Το κακό είναι ότι ξεχνάω λεπτομέρειες, όποτε από αύριο θα πρέπει να κρατάω σημειώσεις!

Επίσης με αυτόν τον τρόπο μπορώ και γράφω αυτά που σκέφτεται η Neda, όπως και τις σκηνές που είναι μόνη της.
Ένα κομμάτι ακόμα μου μένει να γράψω, και αυτό μέχρι αύριο πριν μαζευτούμε.

Τι σου λέει όμως το σκίτσο της; Μου βγήκε η ψυχή να την βρω!

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders