Aminat Neda, The Domain of Graef Motte, Part 1

“Μπορεί να χαίρεσαι τώρα, όμως η χαρά σου είναι εφήμερη. Αυτή είναι δικιά μου, δεν θα την έχεις για πολύ ακόμα!”
“Αν νομίζεις πως έχεις τόση δύναμη, τότε γιατί δεν έρχεσαι να με αντιμετωπίσεις, για να δούμε ποιος είναι πιο δυνατός και ποιος θα την κρατήσει;”
“Μη νομίζεις πως είμαι τόσο ανόητη, ούτως ώστε να έρθω να σε πολεμήσω μέσα στο domain σου και να παγιδευτώ εκεί. Όχι, δεν χρειάζεται να κάνω κάτι τέτοιο, άλλωστε εγώ κινώ τα νήματα σε αυτό το παιχνίδι και εσύ δεν είσαι παρά ένα αμελητέο εμπόδιο. Στο τέλος εγώ θα την έχω, και τότε θα της αποδοθεί η τιμωρία της!”
“Δεν πρόκειται να το αφήσω να συμβεί, είναι δικιά μου πλέον...”

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν οι φωνές που άκουγε ήταν ένα ακόμα πολύ ζωντανό όνειρο ή αν όντως κάποιος βρισκόταν εκεί. Άκουγε τον Άνταμ να μιλάει σε αυτήν την γυναίκα που την διεκδικούσε, και κάτι μέσα της έλεγε πως αυτή δεν είναι μια απλή γυναίκα. Αυτή η φωνή, η τόσο παγερή και επιβλητική, ταίριαζε μόνο σε μια ύπαρξη που θα μπορούσε να έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για την ίδια. Η θεά Σάαρ είχε αποφασίσει να δηλώσει την παρουσία της και τις προθέσεις της. Η Νέντα προσπάθησε να μιλήσει, αλλά η φωνή της είχε κοπεί, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
“Ξύπνα”, έλεγε στον εαυτό της, “ξύπνα!”
Όταν άνοιξε τα μάτια της ο Άνταμ δεν ήταν πια εκεί. Αντίθετα, η Ουέλια στεκόταν πάνω από το κεφάλι της.
“Κυρία Νέντα είστε καλά; Τι κάνετε εδώ;”
“Δεν είναι δυνατόν!” σκέφτηκε. “Πως βρέθηκα εδώ;”
Σηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω της. Όλα της τα υπάρχοντα ήταν εκεί, δεν έλειπε τίποτα, αντιθέτως είχε μαζί της το σπαθί του, το ίδιο σπαθί με το οποίο είχε πάρει την εκδίκηση της...
“Εγώ δεν έπρεπε να είμαι εδώ, δεν πέρασα τις ομίχλες, είχα αποφασίσει να μείνω μαζί με τον Άνταμ. Τι συνέβη;”
“Δεν ξέρουμε τι έγινε κυρία Νέντα, εμείς περάσαμε τις ομίχλες και σας βρήκαμε εδώ να κοιμάστε, έχοντας αγκαλιά αυτό το σπαθί” είπε η Μαλένκα. “Θυμάστε τι σας συνέβη;”
“Θυμάμαι το βράδυ που ακολούθησε μετά που φύγατε μέχρι το ότι έπεσα για ύπνο, όμως δεν έχω ιδέα πως βρέθηκα εδώ!Αυτό που ξέρω όμως είναι πως θέλω να γυρίσω πίσω.”
Η Νέντα στράφηκε προς τις ομίχλες και με βήμα σταθερό τις πλησίασε. Είχε βρει πλέον το σπίτι της, και δεν ήθελε να το χάσει, δεν ήθελε να ΤΟΝ χάσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη προχώρησε προς τα εκεί που πίστευε πως βρισκόταν ο δρόμος του γυρισμού. Και τότε συνέβη. Δεν μπορούσε να συνεχίσει μπροστά, υπήρχε κάτι εκεί που την εμπόδιζε, κάτι που δεν μπορούσε να δει αλλά μπορούσε να αγγίξει, ένα διάφανο τείχος που είχε σηκωθεί για να σταθεί εμπόδιο στην ευτυχία της. “Πρέπει να περάσω, πρέπει να γυρίσω πίσω...” σκεφτόταν όσο χτυπούσε με όλη της την δύναμη αυτό το αόρατο εμπόδιο. “Το σπαθί! Ίσως να καταφέρω να περάσω με το σπαθί!” Γύρισε πίσω στους άλλους για να πάρει αυτό που πίστευε πως είναι το εισητήριο της επιστροφής της. Αυτή τη φορά ο Βαλ την ακολούθησε.
“Νέντα τι σκοπεύεις να κάνεις;”την ρώτησε. “Εμείς σκεφτόμαστε πως η καλύτερη ιδέα είναι να συνεχίσουμε την περιπλάνηση μας.”
“Θέλω να γυρίσω πίσω Βαλ, όμως δεν μπορώ να περάσω τις ομίχλες, κάτι με εμποδίζει.”
Όταν έφτασε πάλι μπροστά από αυτό το αόρατο τείχος σήκωσε το σπαθί, κατεβάζοντας το με όση δύναμη είχε πάνω του. Τίποτα όμως δεν άλλαξε παρά μόνο το βλέμμα του Βαλ, που την κοιτούσε παραξενεμένος. Έπειτα έκανε μερικά βήματα μπροστά, για να διαπιστώσει πως αυτός μπορούσε να συνεχίσει μέσα στις ομίχλες.
“Ίσως θα ήταν καλύτερο να έρθεις να καθήσεις μαζί μας και να συζητήσουμε, μπορεί έτσι να βρεθεί μια λύση...”
Ήταν η μόνη της επιλογή...

Μετά από συζήτηση με την υπόλοιπη ομάδα, η οποία διήρκεσε αρκετά, κατέληξαν σε πολλά ερωτήματα, όπως γιατί το σπαθί του Άνταμ βρισκόταν στην κατοχή της Νέντα, όμως ένα ήταν το βασικότερο ερώτημα όλων. Τι θα έκανε η Νέντα, τώρα που δεν μπορούσε να επιστρέψει πίσω;
Κατά την διάρκεια της κουβέντας τους είχε φροντίσει να τους ενημερώσει για την απόφαση της να μείνει στην χώρα του Μάγκρεπ, για την ευγνωμοσύνη που ένιωθε απέναντι στον Άνταμ και για τα συναισθήματα της. Η Μαλένκα ήταν η πιο περίεργη και κατά επέκταση αυτή που έκανε τις περισσότερες ερωτήσεις. Αυτή τη φορά όμως η Νέντα δεν ένιωθε πως υπήρχε λόγος να κρυφτεί, το παρελθόν της δεν υπήρχε πια για αυτήν. Έτσι αποφάσισε πως ήταν η ώρα να μοιραστεί αυτή την ιστορία που προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρατήσει κρυφή όσο καιρό ταξίδευαν μαζί. Οι δύο γυναίκες ταράχτηκαν εμφανώς στο άκουσμα της, αλλά κατάφεραν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους.
“Κυρία Νέντα, πρέπει να σκεφτείτε τι θα κάνετε τώρα, εφόσον δεν μπορείτε να επιστρέψετε πίσω με τον ίδιο τρόπο που πήγαμε σε εκείνο το μέρος. Εμείς μπορούμε αν θέλετε να σας περιμένουμε, απλώς σας γνωστοποιούμε πως θα συνεχίσουμε την περιπλάνηση μας. Ίσως η καλύτερη λύση είναι να ταξιδέψετε μαζί μας και να βρείτε άλλο δρόμο ή άλλο τρόπο για να επιστρέψετε πίσω...” είπε η Μάλενκα συμπονετικά.
“Δώστε μου σας παρακαλώ μια μέρα, θα σας ανακοινώσω αύριο το πρωί την απόφαση μου...”

Κάθησε μπροστά στο αόρατο τείχος και έκλεισε τα μάτια της.
“Άνταμ με ακούς; Είμαι εδώ, μαζί σου... Δεν ξέρω τι συνέβη και πως βρέθηκα εδώ, όμως έγινε χωρίς την θέληση μου. Σου υποσχέθηκα πως θα είμαστε μαζί και δεν θα αθετήσω την υπόσχεση μου, όμως το μόνο που μου μένει τώρα είναι να ακολουθήσω τους άλλους, ψάχνοντας καθοδόν πληροφορίες και τρόπους για να γυρίσω. Εγώ θα είμαι για σένα και εσύ για μένα, έτσι δεν είναι; Γι' αυτό έχω μαζί μου το σπαθί σου...”
Χάιδεψε την κρύα λεία επιφάνεια σαν να χάιδευε τα μαλλιά του. Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνάει το κορμί της και άνοιξε τα μάτια της. Το σπαθί δίπλα της δονούνταν. Άπλωσε το χέρι της και με το άγγιγμα της οι ομίχλες άρχισαν να χορεύουν ένα περίεργο χορό, σχεδόν μεθυσμένο, σιγά σιγά όμως άρχισαν να παίρνουν μορφή. Γράμματα;
“Κάθε φορά που θα χρησιμοποιείς το σπαθί θα έχουμε μια μέρα μαζί...”
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Αυτός ήταν εκεί για αυτήν, θα την συνόδευε στο ταξίδι της επιστροφής...

Η πρωινή αύρα ήταν αυτή που την ξύπνησε. Ξαπλωμένη όπως ήταν δίπλα στο σπαθί, τέντωσε το σώμα της να ξεμουδιάσει και ανασηκώθηκε. Οι ομίχλες είχαν πια χαθεί και το μόνο που έβλεπε προς εκείνη την κατεύθυνση ήταν άγνωστο τοπίο. Γύρισε το κεφάλι της και αντίκρυσε το μονοπάτι που θα ακολουθούσαν. Ένα δάσος απλωνόταν μπροστά τους, το οποίο έκοβε στα δύο ένας πλακόστρωτος δρόμος, ο οποίος ανηφόριζε ελαφρά. Όσο περίμενε τους άλλους να ξυπνήσουν, άνοιξε το βιβλίο της και κατέθεσε τις σκέψεις της και την ψυχή της, όπως έκανε και άλλοτε...


“Θύμα μιας βάρβαρης, δυσνόητης ζωής,
γεμάτης σκοτεινιά και αναμνήσεις,
ζω τραγουδώντας τον έρωτα μου.
Παγιδευμένη στην φασαρία του χάους,
κοιτώντας μέσα από θολά πρίσματα,
κι όμως, η ζωή είναι ξεκάθαρη τώρα πια.
Η απόσταση θα με δοκιμάσει,
η ύπαρξη του είναι η πηγή της δύναμης μου.
Άγαπη μου, πίστεψε στην αγάπη μας,
ερωτεύσου τις πεποιθήσεις σου και
η ζωή θα είναι μαζί μας.
Θα αντλείς δύναμη από μένα
και θα συνεχίζουμε...
Μέχρι το τέλος...”


Η πορεία τους κράτησε σχεδόν ολόκληρη την μέρα, μέχρι να υπάρξει κάτι στον δρόμο που να τους τραβήξει την προσοχή. Η πινακίδα έγραφε με μεγάλα γράμματα “Γκράεφ Μόττε”, δείχνοντας προς την κατεύθυνση που ακολουθούσαν. Ο δρόμος πλάταινε κάπως, ενώ στα αριστερά και δεξιά αγάλματα κουκουλοφόρων ανδρών, με το ένα χέρι ψηλά, κρατώντας φανάρια που η φλόγα τους έκαιγε μαγική και αέναη, φώτιζαν αμυδρά. Η νύχτα δεν είχε ώρα που είχε πέσει, όταν η Ουέλια είδε κάτι σαν ανθρώπινη φιγούρα μακριά, να κρέμεται σε ένα δέντρο.
“Είσαι σίγουρη πως είναι άνθρωπος;” την ρώτησε η Νέντα. Η Ουέλια έγνεψε καταφατικά.
Ο Βαλ αποφάσισε να προχωρήσει μπροστά για να εξακριβώσει τα λεγόμενα της ξωτικιάς. Όταν επέστρεψε το πρόσωπο του ήταν προβληματισμένο.
“Δεν είναι μόνο ένας, είναι και άλλοι εκεί. Ίσως δεν θα έπρεπε να πλησιάσουμε πολύ.”
“Μπορεί να ήταν τίποτα ληστές που τιμωρήθηκαν από την τοπική εξουσία. Θα πάω μέχρι εκεί να βεβαιωθώ, περιμένετε με εδώ...” είπε η Νέντα και απομακρύνθηκε.

Ο Βαλ είχε δίκιο. Το πρώτο σώμα που αντίκρυσε ήταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα, όμως μπορούσε να διακρίνει και άλλα σώματα στα ενδότερα του δάσους. Το θέαμα του νεκρού άντρα δεν την τρόμαζε, έφερνε πίσω πρόσφατες αναμνήσεις, αυτό όμως που την ανατρίχιαζε ήταν εκείνος ο ήχος. Από την ώρα που είχε σουρουπώσει και μετά είχε σηκωθεί ένας αέρας, σαν αυτούς που προμυνήουν καταιγίδες. Αέρας αρκετός για να κουνάει ελαφρώς τα νεκρά σώματα, κάνοντας τα κλαδιά των δέντρων να τρίζουν... Προσπέρασε μερικούς ακόμα όταν αντίκρυσε ανάμεσα στα σώματα κάποιες γυναίκες, αλλά και ένα μικρό κοριτσάκι. Το αίμα της πάγωσε ξαφνικά, όταν ένιωσε κάτι να την ακουμπάει στην πλάτη. Χωρίς καν να το σκεφτεί, βρέθηκε να τρέχει πανικόβλητη προς την συντροφιά της. Όταν πια κατάφερε να επαναφέρει την αναπνοή της στο φυσιολογικό, τους περιέγραψε αυτά που είδε μέσα στο δάσος. Αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Ουέλια να αποφασίσει να προπορευτεί.
“Είμαι η μόνη που μπορεί και βλέπει καθαρά ακόμα και στο λιγοστό φως της νύχτας, άλλωστε αν κάτι συμβεί μπορώ να υπερασπίσω τον εαυτό μου.”

Τα επόμενα λεπτά έμοιαζαν με αιώνες. Η Ουέλια φαινόταν να μην επιστρέφει, αφήνοντας τους χωρίς άλλη επιλογή παρά να πάνε να την βρούνε. Η Μαλένκα έτρεμε σύγκορμη στην ιδέα του μακάβριου θεάματος, όμως έπρεπε να ακολουθήσει. Προχώρησαν μέσα στο δάσος όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς την κατεύθυνση της Ουέλια, η οποία φαινόταν να έχει σταθεί ακίνητη μπροστά σε ένα συγκεκριμένο σώμα. Όσο πλησίαζαν η ατμόσφαιρα γινόταν όλο και πιο αποπνικτική. Και τότε η Νέντα το είδε. Το σώμα που βρισκόταν μπροστά από την Ουέλια κουνιόταν, προσπαθώντας να δραπετεύσει από την θηλιά. Όχι όμως το σώμα ενός ανθρώπου που πάλευε για την ζωή του, όχι. Αυτό που πάλευε να δραπετεύσει από τα δεσμά του ήταν το σάπιο κουφάρι κάποιου που κάποτε ήταν άνθρωπος, όμως όχι πια. Ήταν η πρώτη φορά που η Νέντα έβλεπε νεκροζώντανο. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες από τους πελάτες του πορνείου, όταν καυχιόντουσαν ο ένας στον άλλο, προσπαθώντας απελπισμένα να μετρήσουν την ανδρεία τους στα λόγια, όμως ποτέ δεν είχε λάβει εκείνες τις ιστορίες στα σοβαρά. Και να που τώρα στεκόταν μπροστά σε ένα από εκείνα τα ανατριχιαστικά πλάσματα. Ο Βαλ ήταν ο μόνος ψύχραιμος για να χειριστεί την κατάσταση, οπότε έπιασε την Ουέλια από τον ώμο και την έστρεψε προς το μέρος του.
“Κυρία Ουέλια είστε καλά; Μήπως να φεύγαμε από το δάσος;”
“Αυτό το πλάσμα κινείται! Έπρεπε να είναι νεκρό!” αναφώνησε η Ουέλια.
“Να φανταστώ πως δεν έχετε ξαναδεί ζόμπι στην ζωή σας” είπε ψύχραιμα ο Βαλ. “Στην Σίτζιλ το τάγμα των μοναχών που έχουμε, οι Dustmen, τα χρησιμοποιούν σαν υπηρέτες στον ναό” συνέχισε.
Οι γυναίκες τον κοίταξαν αηδιασμένες.
“Πάμε να φύγουμε από εδώ! Μην χρονοτριβούμε!” είπε τρεμάμενη η Μαλένκα.

Η νύχτα είχε απλώσει για τα καλά τα πέπλα της όταν αποφάσισαν να σταματήσουν για να ξεκουραστούν. Είχαν αφήσει εκείνο το απαίσιο μέρος για τα καλά πίσω τους, αλλά και μόνο η ιδέα πως δεν ήταν όσο μακριά θα ήθελε ήταν αρκετή για να δυσκολέψει τον ύπνο της. Η κούραση της όμως ήταν πιο μεγάλη από τον φόβο της...
“Εγώ θα είμαι για σένα και εσύ για μένα, ο ένας για τον άλλο, μαζί...” τον άκουσε να της λέει λίγο πριν ανοίξει τα μάτια της. “Μαζί...” σκέφτηκε και σηκώθηκε. Ο Βαλ και η Ουέλια είχαν ήδη ετοιμαστεί, τίποτα δεν τους κρατούσε σε εκείνο το μέρος.
“Ώρα να φεύγουμε, το βράδυ κάποιος ήταν εδώ τριγύρω. Δεν είναι ασφαλές μέρος” είπε η Ουέλια.
Όταν πια ήταν έτοιμη και η Μαλένκα πήραν και πάλι τον δρόμο. Στην διαδρομή συνάντησαν άλλη μια πινακίδα, αυτή τη φορά πιο περίτεχνη από την πρώτη. Τα γράμματα ήταν καλλιγραφικά και υπήρχε σκαλισμένο ένα κοράκι που κρατούσε ένα σπαθί στα πόδια του.
“Μάλλον το σύμβολο της πόλης ή της χώρας” είπε η Μαλένκα.
Και πριν φτάσει καλά καλά το μεσημέρι, αντίκρυσαν μπροστά τους μια πόλη χτισμένη πάνω στην κορυφή ενός λόφου, να επιβλέπει τον δρόμο με τα αγάλματα και το δάσος που είχαν αφήσει πίσω. Γκράεφ Μόττε...

Comments

sheeriyana said…
Wx!ksekinaei to drama!Ax!Neda Neda...oi erwtes mas efagan!beep...ta kaname!
Athar Vulrax said…
Μπράβο Ανδρομέδα!Απλά άμα γράφεις σε δύο μέρη το κάθε σέσσιον πολύ θα παιδευτείς πουλάκι μου!

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders