Prince Bredain, Memories of a Past now Lost... Part 1



Το παιδί κοίταξε γύρω του σαστισμένο. Μολονότι ένιωθε σα να είχε μόλις σηκωθεί από τον ύπνο δε βρισκόταν στο δωμάτιό του αλλά στην έξω βεράντα. Ο ήλιος έδυε και γύρω δεν υπήρχε ψυχή, ούτε καν οι φύλακες του παλατιού, πράμα που ήταν πολύ παράξενο…
-Ονειρεύομαι… σκέφτηκε ο μικρός όμως η σκέψη του ακούστηκε σάμπως να είχε μιλήσει.
-Ονειρεύεσαι, του απάντησε μια ήρεμη αγορίστικη φωνή.
Ο πρίγκιπας στράφηκε απότομα προς το μέρος της. Μπροστά του βρίσκονταν ένα μελαχρινό αγόρι με άγρια μακριά μαλλιά και γελαστά πράσινα μάτια. Φορούσε ένα κάτασπρο πουκάμισο, κρατούσε ένα μακρύ ραβδί και ήταν φορτωμένο ένα δερμάτινο σακίδιο. Ένας ταξιδιώτης.
Ο πρίγκιπας τον κοίταξε αμήχανα. Ακόμη και μέσα στο όνειρο βούιζαν μέσα στο μυαλό του οι αυστηροί κανόνες του παλατιού, οι νόμοι του Βασιλιά και οι τιμωρίες του.
-Δεν έχουμε πολύ χρόνο, είπε το αγόρι. Πρέπει να φύγω. Η σκέψη σου ήταν στο νου μου και δεν μπορούσα να ξεκινήσω το ταξίδι μου πριν σε δω.
Ο πρίγκιπας πλησίασε τον ξένο και τον κοίταξε ερευνητικά. Οι ματιές των δυο παιδιών συναντήθηκαν και ακόμη και μέσα στο όνειρο ο χρόνος στάθηκε για λίγο και έγινε σιωπή.
Το αγόρι χαμογέλασε λυπημένα.
-Έχω ένα δώρο για σένα, είπε και έκανε να βάλει το χέρι στην τσέπη του.
-Δεν δέχομαι δώρα από ξένους, είπε ο πρίγκιπας απότομα, τόσο που στο άκουσμα της φωνής του τρόμαξε και ο ίδιος. Υπήρχε κάτι στα λόγια που είχε πει που δεν του ταίριαζε καθόλου. Το αγόρι τον κοίταξε με πικρία και απογοήτευση. Ο πρίγκιπας κατέβασε για μια στιγμή το κεφάλι πήρε βαθιά αναπνοή και συνέχισε.
- Είμαι πρίγκιπας, δεν δέχομαι δώρα από ξένους αν δεν τους έχω πρώτα εγώ δωρίσει κάτι. Ορίστε πάρε το δαχτυλίδι της οικογένειάς μου ως δώρο για την επίσκεψή σου, ξένε.
Το αγόρι πήρε στο χέρι του το δαχτυλίδι και συγκινημένο άρπαξε τον πρίγκιπα από τους ώμους και τον αγκάλιασε σφιχτά. Πριν προλάβει ο πρίγκιπας να αντιδράσει στην ξαφνική τρυφερότητα του ξένου εκείνος έβγαλε από τη τσέπη του μια χούφτα άμμο και την απόθεσε μέσα στις παλάμες του Μπρένταϊν. Ύστερα του έπιασε τα χέρια και τα τίναξε ψηλά προς τον ουρανό. Η άμμος σκορπίστηκε σε μια εκτυφλωτικά λαμπερή σκόνη, το φως όπως και το όνειρο, ήταν πολύ δυνατό και ο νεαρός πρίγκιπας ξύπνησε από τον ύπνο του ταραγμένος.
Κοίταξε γύρω του ανήσυχος. Ήταν στο δωμάτιό του. Ο παρακοιμώμενος φρουρός δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό. Έκλεισε αμέσως τα μάτια για να μην καταλάβουν ότι δεν κοιμάται. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Το όνειρο που είχε δει ήταν στ’ αλήθεια πολύ ζωντανό. Εκείνη τη νύχτα άργησε να ξανακοιμηθεί…


-Σας παρακαλώ μεγαλειότατε, είπε, πιστέψτε με, το έχασα, δεν μου το έκλεψε κανείς.
Ο Βασιλιάς χαμογέλασε χαιρέκακα.
-Το ξέρω νεαρέ ότι τρέφεις μια συμπάθεια για τους υπηρέτες όμως δεν υπάρχει λόγος να τους καλύπτεις. Αν το είχες χάσει πραγματικά θα βρίσκονταν κάπου μέσα στα διαμερίσματά σου. Λοιπόν, σαν μελλοντικός βασιλιάς θα μάθεις να είσαι αυστηρός σε ότι αφορά την προστασία του ίδιου σου του οίκου. Η εκτέλεση της ποινής των φρουρών θα γίνει το απόγευμα. Φυσικά θα παραστείς για να δώσεις την εντολή.
Ο Μπρένταϊν τον κοιτούσε με μίσος και φόβο. Ήταν σίγουρος πως ο Βασιλιάς ήξερε ότι οι φρουροί ήταν αθώοι, μα στην πραγματικότητα δεν ήθελε να τιμωρήσει με την ποινή αυτούς αλλά τον ίδιο. Από τότε που ήταν μωρό δεν άφηνε κανέναν να μείνει κοντά του για πολύ καιρό. Οι δάσκαλοι και οι γκουβερνάντες του άλλαζαν σχεδόν κάθε τρεις μήνες και όσοι του ήταν αγαπητοί είχαν συνήθως και τη χειρότερη κατάληξη. Είχε μάθει να μην δείχνει συμπάθεια σε κανένα, ακόμη και έτσι όμως τον τρέλαινε η σκέψη ότι αυτοί οι άνθρωποι θα πέθαιναν εξαιτίας του. Για το δώρο που είχε κάνει σε ένα όνειρο… Ήταν άραγε αλήθεια;

Μετά την εκτέλεση το πρόγραμμα του παλατιού συνεχίστηκε κανονικά. Παρακολούθησε τα μαθήματά του, κάθισε στο δείπνο, έκανε τις βραδινές προσευχές στο θεό ήλιο και ετοιμάστηκε να αποσυρθεί στο δωμάτιό του. Παράξενο όμως η Βασίλισσα ζήτησε να τον δει εκείνο το βράδυ. Μέσα του για μια στιγμή χαμογέλασε η ελπίδα ότι θα μπορούσε να της μιλήσει. Να της πει για το όνειρο. Για πολλά περισσότερα. Ίσως κάτι να είχε αλλάξει.
Η Βασίλισσα τον περίμενε στην βεράντα των βασιλικών διαμερισμάτων όπου της άρεζε να περνάει τα βράδια της. Τον κοίταξε με την συνηθισμένη της ψυχρότητα και τον ρώτησε τυπικά.
-Πως αισθάνεσαι σήμερα Μπρένταϊν; Παρατήρησα πως μετά βίας άγγιξες το δείπνο σου απόψε.
-Λυπάμαι αν σας ανησύχησα Μεγαλειοτάτη. Είμαι λιγάκι αδιάθετος σήμερα. Η μέρα ήταν κουραστική. Μου έχει δοθεί ωστόσο η απαραίτητη φροντίδα.
Του είχε πει πολλές φορές να την αποκαλεί μητέρα ή το λιγότερο Φαίη, να της μιλάει στον ενικό, όμως οι κανόνες του παλατιού του απαγόρευαν κάτι τέτοιο. Ήξερε πως εκείνη θα προτιμούσε έναν ατίθασο γιο που θα αψηφούσε τους ασφυκτικούς νόμους του Βασιλιά. Ήξερε πως η υπακοή του στο Βασιλιά και η τυπικότητά του το λιγότερο την εκνεύριζε όταν δεν την έκανε να τον περιφρονεί. Ήλπιζε όμως πως εκείνο το βράδυ θα ήταν διαφορετικά. Την κοίταζε επίμονα και περίμενε ένα τόσο δα σημάδι, μια ενθαρρυντική κουβέντα για να της ανοίξει την καρδιά του.
-Μπορείς να αποσυρθείς λοιπόν, του είπε αδιάφορα.
Την κοίταζε. Μέσα στις άσπρες βασιλικές της ρόμπες ήταν σίγουρα ομορφότερη από όλες τις γυναίκες του βασιλείου.
Εκείνη ήταν η στιγμή. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Πήρε βαθιά αναπνοή. Σήκωσε το κεφάλι. Όπως όμως το βλέμμα του σηκώθηκε για να την αντικρίσει, μπροστά του είδε ένα θέαμα που δεν είχε ξανασυναντήσει. Αστραπιαία πέρασε από το μυαλό του το όνειρο της προηγούμενης νύχτας, το αγόρι με τα πράσινα μάτια, η φωτεινή σκόνη. Ήταν σαστισμένος.
-Μπορείς να αποσυρθείς, ακούστηκε η φωνή της ενοχλημένη καθώς εκείνη του γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς την άκρη της βεράντας. Ακούμπησε τους αγκώνες της στα κάγκελα και έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω κοιτάζοντας τον ουρανό νοσταλγικά.
Ο Μπρένταϊν απόμεινε να την κοιτάει ώσπου ο θαλαμηπόλος του υπενθύμισε απαλά ότι πρέπει να αποσυρθεί. Καληνύχτισε και έφυγε. Από την άκρη της βεράντας ωστόσο δεν ακούστηκε απάντηση.
Εκείνο το βράδυ ο πρίγκιπας αποφάσισε να μην ξαναπροσπαθήσει να μιλήσει στη μητέρα του. Ήταν μόνος. Ο ουρανός του ωστόσο είχε για πάντα αλλάξει.


Ήταν σχεδόν δεκατεσσάρων χρονών. Από καιρό είχε καταλάβει ότι ο Βασιλιάς τον χρησιμοποιούσε για να βασανίζει τη μητέρα του και πως τον ευχαριστούσε να τον βάζει να κάνει όλα όσα η Βασίλισσα μισούσε. Είχε ωστόσο καταλάβει ακόμα πως δεν μπορούσε να του αντιταχθεί. Η σωματική του δύναμη ήταν τρομαχτική και μπορούσε να διατάζει τον καθένα ακόμη και την ίδια τη Βασίλισσα. Ο ίδιος, αδύναμος και χωρίς συμμάχους, δεν είχε απέναντί του καμία ελπίδα. Έγινε λοιπόν ένας υπάκουος γιος και έκανε ότι εκείνος ήθελε.
Η νέα του επιθυμία ήταν να αποκτήσει ο πρίγκιπας τις πρώτες του ερωτικές εμπειρίες. Τα νέα του καθήκοντα ήταν ακόμη πιο κουραστικά από τις μαθητικές του υποχρεώσεις. Φυσικά δεν μπορούσε να φέρει αντιρρήσεις. Αυτές ήταν οι διαδικασίες που θα τον προετοίμαζαν για τον μελλοντικό του γάμο και θα έπρεπε να προετοιμαστεί για τα συζυγικά του καθήκοντα. Ένα σωρό περιττοί νόμοι και κανόνες για να μπορεί ο Βασιλιάς χαίρεται την εξουσία που είχε επάνω του…


Ήταν νύχτα και ετοιμάζονταν να αποσυρθεί με μια από τις νέες του ερωμένες. Στο νου του στριφογύρναγαν οι εικόνες των τελευταίων ημερών. Το τελευταίο στάδιο υποταγής του στο Βασιλιά πατέρα του, η βαριά κληρονομιά που έπρεπε να φέρει σα διάδοχος, το μυστικό της δύναμης του Οίκου. Είχε πια γίνει άντρας, το σώμα του είχε φτάσει στην ανάπτυξη που ο πατέρας του επιθυμούσε. Ήταν πια έτοιμος να γευτεί το ελιξίριο της παντοτινής ζωής.
Κοίταζε την γυναίκα που ξεντύνονταν μπροστά του. Από όλους τους κατασκόπους του πατέρα του αυτοί ήταν οι πιο μισητοί, γλιστρούσαν μέσα στο κρεβάτι του, παρακολουθούσαν κάθε του κίνηση ακόμη και στον ύπνο του. Από καιρό είχε αντιληφθεί ότι οι περισσότερες παρθένες που είχαν θυσιαστεί για χάρη του ήταν χρήστες της μαγείας και δε δίσταζαν να τη χρησιμοποιούν για να πετυχαίνουν το σκοπό τους.
Τις σκέψεις του διέκοψε η φωνή του θαλαμηπόλου. Έπρεπε να τον ακολουθήσει στα ιδιαίτερα του Βασιλιά. Τι να σήμαινε αυτό άραγε; Περπατούσε στους διαδρόμους σα χαμένος, το μυαλό του είχε παραλύσει μπροστά στον τρόμο για αυτό που τον περίμενε. Όταν η πόρτα του ιδιαίτερου δωματίου έκλεισε πίσω του ένιωσε πως δεν υπήρχε πλέον γυρισμός. Ο Βασιλιάς παντοδύναμος στεκόταν μπροστά του πιο μεγαλόπρεπος και πιο τρομαχτικός από κάθε φορά. Οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιζαν στην παρουσία του, οι σκιές ζωντανές κρύβονταν κάτω από τα ρούχα του, μέσα στα μαύρα του μαλλιά, όλα ακόμη και τα άψυχα πράγματα φαινόταν να είναι υποταγμένα σε αυτόν.
-Ξεκούμπωσε το πουκάμισο σου, διέταξε.
Τα χέρια του υπάκουσαν από συνήθεια. Καθώς ο Βασιλιάς τον πλησίαζε σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε. Δεν είχε τίποτε πια να χάσει. Η ζωή του είχε τελειώσει όταν η πόρτα είχε κλείσει πίσω του. Δεν είχε παρά να περιμένει. Το μόνο που ένιωθε ήταν μια γλυκιά ζάλη.
Ο πατέρας του παραμέρισε απαλά το γιακά από το πουκάμισό του και έμπηξε τα δόντια του στο λαιμό του αφήνοντας έναν ελαφρύ ζωώδη ήχο. Ο πρίγκιπας ασυναίσθητα έκλεισε τα μάτια και κρατήθηκε από το μπράτσο του. Ήταν έτοιμος να αφεθεί για πάντα στη μοίρα του.
Και τότε τα πάντα άλλαξαν. Ο Βασιλιάς με ένα δυνατό ουρλιαχτό πόνου πετάχτηκε πάνω στον τοίχο του δωματίου σάμπως να τον έσπρωξε μακριά από το παιδί μια πολύ ισχυρή δύναμη. Έπεσε κάτω τσακισμένος και σύρθηκε στο πάτωμα τρέμοντας, κρατώντας την κοιλιά του και κοιτώντας το παιδί με μίσος και έκπληξη. Ύστερα εξαφανίστηκε από το δωμάτιο λες και τον κατάπιε το πέτρινο δάπεδο του παλατιού.
Ο Μπρένταϊν κοιτούσε ακόμα σαστισμένος κρατώντας στο χέρι το ματωμένο του λαιμό. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Είχε σωθεί. Ή τουλάχιστον υπήρχε μια ευκαιρία να σωθεί. Η δύναμη του Βασιλιά είχε δεχτεί ένα σοβαρό πλήγμα. Δεν ήξερε γιατί ή για πόσο καιρό θα κρατούσε αυτό. Έπρεπε να φύγει.
Έτρεξε στο δωμάτιό του. Έδιωξε την ερωμένη του κακήν κακώς. Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα. Ήξερε ότι η γυναίκα φύλαγε τα μαγικά της όπλα μέσα στα πράγματά της. Θα του ήταν χρήσιμα. Αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν οι στρατιώτες του Βασιλιά που θα έτρεχαν στο κατόπι του. Έπρεπε να ειδοποιήσει τη Βασίλισσα. Ήταν σίγουρος πως αυτή τη φορά το μίσος της για το βασιλιά θα του ήταν χρήσιμο…


Που θα πήγαινε; Είχε προς το παρόν γλιτώσει από τους ανθρώπους του Βασιλιά όμως που θα πήγαινε; Όπως και ο πατέρας του 26 χρόνια πριν δεν είχε κανένα φίλο, κανένα σύμμαχο να τον προστατέψει από τον παντοδύναμο Βασιλιά της Άκραμπα. Το χειρότερο όμως ήταν πως σε αντίθεση με τον πατέρα του δεν είχε βγει πολλές φορές από το παλάτι, δεν είχε εμπειρία από μάχες και τη ζωή στην ύπαιθρο. Άραγε ήταν και αυτό σχεδιασμένο για να μην καταφέρει ποτέ να φύγει;
Όταν κάθισε πια να ξεκουραστεί τα αστέρια τρεμόπαιζαν χαρούμενα πάνω από το κεφάλι του. Το πιθανότερο ήταν να μη γλιτώσει. Όσο χρόνο όμως του έμενε μπορούσε να τον ξοδέψει όπως ήθελε. Τι ήθελε λοιπόν να κάνει;
«Είμαι περισσότερο γιος σου από εκείνον», της είχε πει.
Ήταν αλήθεια.
Το επόμενο πρωί τράβηξε βόρεια.



Το παιδί έριξε μια ματιά γύρω γύρω στο σπίτι. Πρέπει να ‘ταν αυτό. Το μόνο δίπατο της περιοχής. Καμένο από πολλές μεριές. Η όμορφη σιδερένια καγκελόπορτα είχε χτιστεί από την μέσα μεριά ώστε να παραμείνει για πάντα κλειστή. Ο μόνος τρόπος να μπει φαινόταν να 'ναι να περάσει τον ψηλό μαντρότοιχο της αυλής. Έπρεπε να βρει ένα κατάλληλο σημείο.
Τα ουρλιαχτά των ορκ ακούγονταν ακόμη από το βορρά και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν αρκετά κοντά. Πριν δυο ώρες μόλις είχε πιστέψει ότι δε θα προλάβαινε να δει ποτέ αυτό το σπίτι. Τα μαγικά που είχε κλέψει ειρωνικά τον είχαν προδώσει σα μια τιμωρία για την κακή του πράξη. Η βλακεία του να ψάξει ένα χαμένο κήπο με τριαντάφυλλα τον είχε καταστρέψει.
Τώρα όμως νόμιζε πως η νύχτα ήταν όμορφη. Τα αστέρια έλαμπαν στον ουρανό και ο ίδιος ένιωθε μια παράξενη συγκίνηση,
Όταν ξεκίνησε για το βορρά, ήταν απόφαση της στιγμής. Δεν ήταν ποτέ συναισθηματικός και αλήθεια δεν ήξερε τι έψαχνε να βρει σε εκείνο το μέρος. Ωστόσο σκαρφάλωνε προσεκτικά για να μη χαλάσει ούτε ένα πετραδάκι.. Ο τοίχος ήταν ακόμη ζεστός από τον ήλιο που είχε δύσει σάμπως το σπίτι να ήταν ζωντανό και τώρα να γνωρίζονταν για πρώτη φορά. Ακουμπούσε επάνω του με εμπιστοσύνη.
Τα πόδια του μόλις είχαν πατήσει στη γη και ήταν έτοιμος να δει το πρόσωπο του σπιτιού των προγόνων του όταν ένιωσε ένα σιδερένιο χέρι να τον αρπάζει και να τον ξαπλώνει κάτω με τη βία. Ένα βαρύ γόνατο πίεζε το σβέρκο του στο χώμα.
-Δεν είναι ορκ! Ακούστηκε από πάνω του μια βαθιά αντρική φωνή.
-Τι ζητάς εδώ… ΛΕΓΕ!
Το παιδί τα είχε χαμένα.
Μια άλλη ανδρική φωνή ακούστηκε από πιο πέρα. Δεν ξεχώρισε τι είπε, όμως ο μεγαλόσωμος άντρας που τον κρατούσε στο χώμα τον σήκωσε μεμιάς και κρατώντας του το σπαθί στο λαιμό τον έσπρωξε να προχωρήσει.
Και να… Μέσα από τα φυλλώματα των δέντρων ξεπρόβαλε μπροστά του ένας πανέμορφος κήπος. Ο άνεμος σαν άλλοτε φύσηξε να τον υποδεχτεί πλημμυρίζοντας τον με το άρωμα των λουλουδιών και στρώνοντας το δρόμο του με ροδοπέταλα.
Χαμογέλασε δίχως να θέλει και μαγεμένος ξέχασε για λίγο τον κίνδυνο.
Μια άλλη ανδρική φιγούρα φάνηκε. Με το φύσημα του αέρα ο άντρας σηκώθηκε απότομα ξαφνιασμένος, Ήταν μεγαλόσωμος όμως το στήσιμο του κορμιού του μαρτυρούσε τη μεγάλη ηλικία του. Ο ηλικιωμένος άντρας άναψε ένα φανάρι και τον πλησίασε.
-Είναι ένα παιδί, είπε και άφησε ένα πλατύ παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Οι ελπίδες του είχαν επιβεβαιωθεί ή η τύχη έπαιζε μαζί του;
Ο άλλος άντρας χαλάρωσε τη λαβή του και δίχως να τον απαλλάξει από την απειλή του σπαθιού τον γύρισε προς το μέρος του και τον εξέτασε προσεκτικά.
Το παιδί, σαν να ξύπνησε ξαφνικά από το όνειρο του κήπου, είδε δυο τεράστια γαλανά μάτια να τον κοιτάζουν αυστηρά. Ήταν παράξενο, στη χώρα του δεν είχε ποτέ συναντήσει ανθρώπους με γαλάζια μάτια και σίγουρα κανείς ποτέ δεν τον είχε κοιτάξει έτσι. Πίσω από την αυστηρότητα αυτού του άνδρα υπήρχε μια έγνοια και ένα είδος προστατευτικότητας. Φαίνονταν γύρω στα 60 με άσπρα μακριά μαλλιά και άσπρα γένια. Στην πανοπλία του μπορούσε να διακρίνει κανείς ένα οικόσημο που έμοιαζε με τιμόνι πλοίου.
-Τι γυρεύεις εδώ νεαρέ; ακούστηκε η φωνή του.
Το παιδί σκεκόταν ακόμη σαστισμένο.
-Πως σε λένε; Ποιος είσαι;
Η φωνή ήταν σταθερή και ήρεμη. Η νύχτα όμορφη και μαγική. Δε μπορούσε να πει ψέματα. Δεν ήθελε.
-Είμαι ο γιος της Φαίης. Το όνομά μου είναι Μπρένταϊν. Ήρθα να βρω το σπίτι της μητέρας μου.
Ο γέρος που στεκόταν πιο πέρα σάστισε. Το φανάρι του έπεσε από τα χέρια.
-Ο γιος μου… τον άκουσε να λέει σα χαμένος.
Ο γαλανομάτης άντρας τον έπιασε από τους ώμους και τον κοίταξε ερευνητικά με το βλέμμα γεμάτο ένταση.
-Αν λες την αλήθεια δεν μπορεί να είσαι ο πρώτος της γιος. Άρα είσαι ο δεύτερος.
Σταμάτησε για λίγο και ύστερα ψιθύρισε.
-Ο γιος του Βασιλιά…
Τα λόγια αυτά έφεραν σε εκείνο το ευλογημένο μέρος όλα τα άσχημα που το παιδί κουβαλούσε μαζί του. Ο γαλανομάτης άντρας τον κοίταζε με λύπηση και δυσπιστία.
-Γιατί ήρθες εδώ; του είπε κουρασμένα.
Ο Μπρένταιν ένιωσε ξανά πως είναι ανεπιθύμητος. Ξέφυγε ενοχλημένος από τα χέρια του άντρα και είπε ψυχρά.
-Ήρθα να δω τον κήπο.
Ο άντρας πήρε βαθιά αναπνοή και του γύρισε την πλάτη σκεφτικός. Ο Μπρένταιν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει το νέο του αντίπαλο όταν δυο χέρια τον τράβηξαν προς τα τριαντάφυλλα απαλά.
-Για να σε δω…Μπρένταϊν ε; τον κοίταξε και σε μια στιγμή βεβαιώθηκε.
-Μπρένταϊν… Ο εγγονός του γιου μου… Καλωσήρθες στο σπίτι σου!

Comments

Μπορεί να μην είμαι εγώ που έγραψα το κείμενο, αλλά οφείλω να παραδεχτώ πως η Margo ήταν μέσα στο μυαλό μου όταν έγραφε την ιστορία της οικογένειας της Φαίης μετά την επιστροφή της στην Άκραμπα.

Αυτή είναι λοιπόν η ιστορία του πρίγκηπα Μπρένταϊν, γιου του Αυτοκράτορα Τζαγιάλ και της Βασίλισσας Φαίης...

Μάρθα, για ακόμα μια φορά σε ευχαριστώ για το υπέροχο background, δεν θα μπορούσε να είναι πιο αληθινό και κοντά στις σκέψεις μου και την καρδιά μου...

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders