Backround by Margo.

Backround by Margo. 
“Εκείνοι που έζησαν πριν από μας έκαναν πολλά, αλλά δεν τελείωσαν τίποτα.” 
 28 Σεπτεμβρίου 2400 TS 
 Επιτέλους ησυχία. Αφού κατάφερε να ξεφορτωθεί τους ενοχλητικούς τέτοιες στιγμές αλλά κατά τα άλλα συμπαθητικούς του συντρόφους προβάλλοντας με επισημότητα και σοβαροφάνεια ως λόγο την 15η “Επέτειο” το μικροκαμωμένο πλάσμα επέστρεψε στο χρωματιστό βαγόνι. Με ένα πάτημα του κουμπιού τα μικρά σκαλοπάτια κατρακύλησαν μέχρι το έδαφος και με πηδηχτά βηματάκια ανέβηκε και μπήκε μέσα. Στο μισοσκόταδο του βαγονιού έψαξε για το σεντούκι όπου ο “θίασος” φύλαγε όλα τα μυστικά του αντικείμενα, κλειδωμένα, κρυμμένα και προστατευμένα. Ξεκίνησε να βγάζει ένα ένα τα ανόητα ενθύμια που είχαν συνωστιστεί εκεί μέσα και που κανένας δεν αποφάσιζε να πετάξει μολονότι κανείς δεν θα παραδέχονταν πως είναι αισθηματίας. 
Κοντοστάθηκε για να περιεργαστεί ξανά το πρώτο κείμενο που έφτιαξε για το Ροβέρδο. Μια σκέτη αποτυχία! Ο Άγιος Ροβέρδος ή Ροβέρδος ο Θαυματουργός ή Προφήτης Ροβερδος ή Τελευταίος Προφήτης ή απλώς Προφήτης δεν ήταν άλλος από έναν απατεώνα του Βορρά που έτυχε να βρίσκεται κάποια νύχτα πριν περίπου δέκα πέντε χρόνια σε ένα κακόφημο πανδοχείο του λιμανιού του Ρόχσομ. Είχε προφανώς πιει και καπνίσει ο θεός του ξέρει τι και γι αυτό φαντάστηκε πως ήταν πολύ καλή ιδέα να αναθέσει στο μικρό gnome που είχε ξεγλιστρήσει στο τραπέζι του δειλά δειλά να πλαστογραφήσει ένα αφιερωτήριο κάποιου ξεμωραμένου αλλά πλούσιου χωρικού στον Προφήτη Ροβέρδο. Έπεσε πολύ κυνηγητό και τελικώς ξύλο, αλλά ο Άγιος Ροβέρδος, μεγάλη η χάρη του, ποτέ δεν την μαρτύρησε. Το γνωμικό γέλασε μόνο του, σηκώνοντας τα ποδαράκια του στον αέρα, στην ανάμνηση της στραπατσαρισμένης φάτσας του Αγίου Ροβέρδου, όταν αυτός ζαλισμένος σήκωσε το κεφάλι του μέσα από τις λάσπες για να την δει, λίγα μίλια έξω από το χωριό Τούλσαρ. Χρειάστηκε πολύ πούδρα (στην ανάγκη αλεύρι) για να καλυφθεί το μαυρισμένο μάτι του αγίου και τότε οι εποχές ήταν πολύ δύσκολες, δεν είχαν φράγκο. Όμως ο Ροβέρδος δεν έδειξε να σκοτίζεται ούτε να κρατάει κακία. ΄Ίσως γι αυτό η Λίτου βαθιά μέσα της πάντοτε πίστευε ότι ο Ροβέρδος ήταν στ' αλήθεια άγιος -όχι όμως και τόσο θαυματουργός- και ότι δεν ήταν τελείως τυχαίο ότι μετά τους μοναχούς, βρέθηκε μπροστά της ένας άνθρωπος της “πίστης”, αυτής της πίστης που τους ταίριαζε. Ένα άλλο πειστήριο της αγιότητας του Ροβέρδου ήταν το γεγονός ότι όταν τους πρώτους μήνες της γνωριμίας τους, του μίλησε για τον αδερφό Βριούλο εκείνος δεν γέλασε καθόλου, αλλά τη συμβούλεψε σα μεγάλος αδελφός. Η Λίτου έξυσε το κεφάλι σα θυμήθηκε αυτήν την εξομολόγηση. Ήταν άνοιξη του 2385 μόλις είχαν πληρωθεί και ο Άγιος Ροβέρδος για κάποιο λόγο αντί να το ρίξει στις συνηθισμένες του διασκεδάσεις πήρε το γνωμικό για να το βγάλει έξω όπως είπε. Είχαν ξοδέψει πολλά χρήματα και είχαν πιει και καπνίσει πολύ, ο άγιος Ροβέρδος δεν ήταν ποτέ τσιγκούνης και όταν η νύχτα είχε προχωρήσει η Λίτου του ξεφούρνισε την ιστορία για το μοναστήρι και τον αδελφό Βριούλο. Πολλά είχαν ειπωθεί, ωστόσο λίγα ήταν αυτά που θυμόταν και μπερδεμένα. Θα αναρωτιόταν αν η κουβέντα αυτή είχε γίνει στα αλήθεια όμως το πρωί που σηκώθηκε ή μάλλον το μεσημέρι, ένιωθε πως είχε ξαλαφρώσει. Ο άγιος Ροβέρδος ροχάλιζε δίπλα της μακάριος, όπως πάντα, τυλιγμένος στην ξεθωριασμένη κάπα που φορούσε για εφέ ή και επειδή δεν σκοτίζονταν να αγοράσει άλλη. 
 Ωραίες εποχές... Αφού έβαλε στην άκρη την παλιά περγαμηνή και κάποια παλιά κουστούμια, η Λίτου βρέθηκε να κρατάει την πρώτη ενδυματολογική της προσπάθεια να ντύσει διακριτικά ένα Tiefling. Το βασικό πρόβλημα ήταν φυσικά η ουρά. Που να βάλουμε την ουρά, ώστε να μη φαίνεται αλλά και να μην ενοχλεί. Ο άγιος Ροβέρδος είχε προτείνει μια απλή λύση. Τσέπη στον ποπό και κάπα. Τσέπη που να ανοίγει και κλείνει. Ναι λοιπόν αυτό το ταλαίπωρο ένδυμα που κρατούσε, είχε πράγματι μια ξεχειλωμένη τσέπη στον ποπό. Η αλήθεια είναι πως η ουρά των Tiefling αν και αρκετά εύκαμπτη δύσκολα βολεύεται μέσα σε μια τσέπη. Έγνεψε με το κεφαλάκι του το gnome αναγνωρίζοντας ότι είχε κάνει λάθος. Μετά ξέσπασε σε γελάκια καθώς θυμήθηκε τα αγανακτισμένα λόγια του Tiefling. “Εσύ την δικιά σου ουρά τη βάζεις μέσα σε τσέπη;” Το γνωμικό και ο άγιος κοιτάχτηκαν προβληματισμένοι, αλλά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ξέσπασε η φασαρία. Ποια ουρά, που την είδε, πως και γιατί, τι είχε κάνει ο ψευτοάγιος, για μέρες κράτησε αυτό το πανηγύρι. Ήταν αλήθεια ότι η Λίτου είχε μεγάλη αδυναμία στην Νάριον την οποία αρέσκονταν να λέει ότι την είχε υιοθετήσει μολονότι της έρχονταν μέχρι τη μέση. Και αυτό γιατί η Νάριον όπως και η ίδια είχαν μεγαλώσει σε ένα μέρος που δεν τους ταίριαζε καθόλου. Και εν τέλει είχαν μείνει χωρίς γονείς. Βεβαίως η ιστορία της Νάριον ήταν κατά τι (τόσο λίγο, λιγουλάκι) πιο δραματική. Και παρόλο που το Tiefling πολλές φορές έλεγε πως η Λίτου της έσωσε τη ζωή, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά. Το μόνο που είχε κάνει το γνωμικό ήταν να δείξει προς τη θάλασσα και να πει. “Προς τα κει πήγε, νότια, μάλλον θα προσπαθήσει να το σκάσει με πλοίο”. Οι οργισμένοι χωρικοί έτρεξαν προς τα κει κουνώντας τις μαγκούρες τους στον αέρα. Από τότε η Λίτου και η Νάριον δεν χώρισαν ποτέ. Βεβαίως υπήρξαν κάποια μικροεπεισόδια, ιδιαίτερα όταν η Νάριον πυρπόλησε κατά λάθος το καταπληκτικό εκείνο αντίγραφο από το μολυβδόβουλο του 16ου βοεβόδα του Ρόχσομ, ωστόσο το πρόβλημα λύθηκε σύμφωνα με το πρωταρχικό δίδαγμα του αγίου Ροβέρδου. “Ας πιούμε”. 
 Όπως ήταν φυσικό ύστερα από όλες τους τις ατασταλίες δεν ήταν δυνατό να παραμείνουν στο Ρόχσομ και η αλήθεια είναι πως κανείς δε σκοτίστηκε που θα έφευγαν. Το πρόβλημα ήταν που θα πήγαιναν, ωστόσο ήταν καλύτερα να κινηθούν ανατολικά, εκεί που τα κατορθώματά τους ήταν λιγότερο γνωστά. Η Λίτου έβγαλε με προσοχή τον ψεύτικο πάτο του σεντουκιού. Εφτακόσια χρυσά νομίσματα κόστιζαν τα αντικείμενα που είχε μπροστά της, τα οποία αναγκάστηκε να στριμώξει εκεί μαζί με τα πολυαγαπημένα της αντίγραφα. Ξεφύσηξε λιγάκι εκνευρισμένα. Τι δουλειά τώρα έχουν μια πανοπλία και ένα σπαθί με τις περγαμηνές, αυτή είναι μια απάντηση που μόνο ένας διευθυντής θιάσου γνωρίζει. Δεν είχαν άλλο σεντούκι ασφαλείας με δεύτερο πάτο. 
 Ωστόσο η αλήθεια να λέγεται, αυτή η συμφωνία δεν είχε πάει άσχημα. Το ξωτικό είχε χαρίσματα το δίχως άλλο και μολονότι στην αρχή είχαν φοβηθεί ότι μπορεί να τους αρπάξει την είσπραξη και να την παίξει στα ζάρια, η Έλσμαρ έξι μήνες τώρα είχε τηρήσει πιστά τη συμφωνία τους. Κάποια στιγμή το γνωμικό βαρέθηκε να μετρά τόκους και τροφεία και παράτησε αυτό το τεφτεράκι της μαζί με τον όγκο των υπόλοιπων μισοτελειωμένων έργων της. Εξάλλου αυτή η ιστορία είχε ενδιαφέρον. Ένα τρομερό ξόρκι που κοιμάται, ένα σχέδιο που αλλάζει με το φεγγάρι, ένα elf εθισμένο στα ζάρια, ε ναι λοιπόν στον εαυτό της μπορούσε να το ομολογήσει, αυτό το τελευταίο είχε και τη μεγαλύτερη πλάκα. Ακόμα ένα πλάσμα που δεν του ταίριαζε το μέρος που μεγάλωσε θα έβρισκε καταφύγιο στο νεοιδρυθέντα θίασό τους. Αυτή ήταν άλλωστε και η έμπνευση για το όνομά του. “Καταφύγιο” ή όπως λέγαν μεταξύ τους, “Καταφύγιο για απροσάρμοστους”. 
 Και να που με τούτα και με εκείνα το gnome έφτασε στον πάτο του σεντουκιού. Εκεί μέσα σε μια δερμάτινη θήκη βρισκόταν το σημείωμα του αδελφού Βριούλου, το μοναδικό αντικείμενο που είχε από αυτόν. Της είχε αφήσει και ογδόντα ασημένια νομίσματα αλλά εκείνα ξοδεύτηκαν γρήγορα. Η Λίτου πήρε το παλιό σημείωμα στα χέρια της με προσοχή, και βγήκε στην “βεράντα” του βαγονιού. Ο ήλιος έδυε και η ατμόσφαιρα ήταν ότι πρέπει για αναμνήσεις. Άναψε την πίπα της, πήρε το ποτό της και κάθισε στην κουνιστή πολυθρονίτσα της για να διαβάσει τελετουργικά τα τελευταία λόγια του αδερφού Βριούλου. “Χαριτωμένο μου γνωμικό...” Εδώ τα μαγουλάκια της Λίτου κοκκίνησαν λίγο. “Σε ευχαριστώ για τη βοήθειά σου. Να ξέρεις πως δε θα σε ξεχάσω. Συνέχισε αυτό που ξεκινήσαμε μαζί. Να θυμάσαι πάντα ότι εκείνοι που έζησαν πριν από μας έκαναν πολλά, αλλά δεν τελείωσαν τίποτα. Εις το επανιδείν Βριούλος εν φωτι αδελφός”. Η Λίτου αναστέναξε βαθιά, όσο απαιτεί η σκηνοθεσία μιας δραματικής σκηνής αναμνήσεων και ήπιε μια γουλιά, από την μπύρα της -γιατί το κρασί τους είχε τελειώσει. Έκλεισε τα μάτια της και έφερε στο μυαλό της το μοναστήρι, τους αδελφούς εκεί, τον ηγούμενο, το πρώτο της ράσο -πολύ φαρδύ και μακρύ, απαράδεκτο από άποψη μόδας- τη βιβλιοθήκη όπου διάβαζαν όλοι μαζί, τη σιωπή του μοναστηριού, μέσα στην οποία ακούγονταν καθαρά κάθε ύποπτος και μη ήχος- κανένας προσωπικός χώρος. Το λοιπόν καλοί ήταν οι μοναχοί αλλά το μέρος άστα βράστα. Και μετά ήρθε ο αδελφός Βριούλος, γοητευτικός, ομιλητικός, με λαμπερά μάτια και νέα από τον έξω κόσμο, τον αληθινό κόσμο, όχι εκείνον εκατό χρόνια πριν. Τη νύχτα που το σκάσανε, ήταν όλα τόσο υπέροχα, το μυστήριο, η αγωνία, το άγνωστο, σαν τις περιπέτειες των βιβλίων. Είχαν περάσει τη νύχτα σε ένα μικρό καπηλειό, της είχε δώσει να πιει ζεστό κρασί και η Λίτου βυθίστηκε σε ένα γλυκό ύπνο γεμάτο όνειρα. Βεβαίως το πρωί ο αδελφός Βριούλος είχε γίνει καπνός μαζί με τα συλλεκτικά κείμενα της βιβλιοθήκης. Κάποια μέρα όμως...
Μια αγριοφωνάρα διέκοψε τις ονειροπωλήσεις του μικρού γνωμικού και την έκανε να πεταχτεί από την καρέκλα της. “Τι βλακείες είναι αυτές!” φώναζε η Ελσμαρ κουνώντας τα τσαλακωμένα χαρτιά του ρόλου της καθώς βάδιζε απειλητικά προς το βαγόνι. “Το σενάριο μου; Βλακεία;” Η Λίτου έβαλε τα χέρια στη μέση, παριστάνοντας την προσβεβλημένη. Είναι δύσκολο να διευθύνει κανείς ένα θίασο είναι αλήθεια. Μα κανείς δεν μπορεί να γίνει πιο πειστικός από ένα gnome.

Comments

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders