Ο λευκός λύκος, το λιοντάρι της σκιάς και η Βίβιαν.



Μια φορά και ένα καιρό ζούσε στο φωτεινό χωριό μας ένα μικρό κοριτσάκι. Το όνομα της ήταν Βίβιαν. Γεννημένη μέσα στον χρόνο και ευλογημένη από μακροζωία πέρασε τα χρόνια της στο κλουβί της ελεύθερης επιλογής, στο χωριό του Sun.

Η Βίβιαν περνούσε τον ατελείωτο χρόνο της στην άκρη του χωριού και συγκεκριμένα στον νότιο ακριτικό πύργο γιατί πάντα πίστευε ότι από εκεί υπάρχει η μεγάλη θάλασσα και πριν από των Μεσοωκεανό, όπως τον αποκαλούσε, βρίσκονταν το Κόσμημα του Βορρά. 

Όλοι γνώριζαν ότι έξω από την πόλη υπάρχει μόνο η σκιά και ο θάνατος και κανείς δεν πίστευε την μικρή μας Βίβιαν. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν έπαιζαν μαζί της και ο πατέρας της ανησυχούσε και συχνά ζητούσε την βοήθεια των σοφών του Sun.  

Οι σοφοί του χωριού συχνά επισκέπτονταν την Βίβιαν και την ρωτούσαν γιατί ήταν τόσο θλιμμένη και γιατί κάθονταν μόνη της στην άκρη του χωριού. Η απάντηση της πάντα ήταν:

Είμαι θλιμμένη γιατί σκότωσα τον δίδυμό αδελφό μου στην κοιλιά της μητέρας μου και γιαυτό πέθανε και η μητέρα μου.

Οι σοφοί και ο πατέρας της προσπαθούσαν απεγνωσμένα να την παρηγορήσουν λέγοντας την ότι στην ζωή συμβαίνουν και άσχημα πράγματα αλλά η μικρή Βίβιαν δεν φαίνονταν να γίνεται καλύτερα.

Εκεί λοιπόν στον απομακρυσμένο πύργο κοιτούσε τους διδύμους ιχνηλάτες του Sun να φεύγουν και επιστρέφουν μετά από πολλές ώρες κάθε μέρα και ρωτούσε:

Μήπως βρήκατε τον αδελφό μου και την μητέρα μου;

Οι ιχνηλάτες στεναχωρημένοι και κουρασμένοι από την εξερεύνηση έλεγαν πως όχι. Τότε η Βίβιαν ξαναρωτούσε:

Μήπως βρήκατε Κόσμημα του Βορρά;

Οι ιχνηλάτες για ακόμη μια φορά προσπαθούσαν να την πείσουν ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο έξω από εδώ, παρά μόνο το σκοτάδι και η σκιά. Η ίδια όμως δεν τους πίστευε και έτσι συνέχιζε να περνάει τον χρόνο της στον πύργο.

Εκεί ψηλά λοιπόν έφτιαχνε με τα λεπτά χεράκια της σημειώματα από χαρτί και έγραφε: Βοήθεια, είναι κανείς εκεί έξω; Και έπειτα άφηνε τα σημειώματα να φύγουν μακριά με την βοήθεια του σκονισμένου αέρα. 

Ο μολυσμένος αέρας κουβαλούσε την έκκληση βοηθείας στην αυτοκρατορία της ομίχλης αλλά τα χρόνια περνούσαν χωρίς να έρθει κανένας για την Βίβιαν. Ένα όμως μήνυμα ταξίδεψε πολύ μακριά... και ένα βράδυ στον άναστρο ουρανό ένας άνεμος έφερε ένα ήχο στα αυτιά της.

Η Βίβιαν στην αρχή δεν κατάλαβε αν ήταν μια κραυγή ή ένας βρυχηθμός. Αυτό που μετέφερε ήταν 3 γράμματα: Ρρρρραααααλλλλ!! Τότε έτρεξε χαρούμενη πίσω στην πλατεία του χωριού και οι κάτοικοι του  Sun την είδαν και χαρήκαν διότι πίστεψαν ότι είχε γιατρευτεί από την θλίψη της. Μόλις όμως άκουσαν τα νέα της απομακρύνθηκαν πίσω στις δουλειές τους. Αυτό ήταν και το τελευταίο πλήγμα για την αδύναμη καρδιά του πατέρα της και η μικρή Βίβιαν έμεινε πλέον μόνη της στην οδύνη.

Η Βίβιαν όμως συνέχισε την προσπάθεια της στέλνοντας συνέχεια σημειώματα αλλά το κάθε σημείωμα την έκανε πιο αδύναμη. Οι σοφοί του χωριού προσπάθησαν να την γιατρέψουν αλλά κανείς δεν μπορούσε. Άλλοι έλεγαν ότι η θλίψη και η μοναξιά της την οδηγούν στον άλλον κόσμο και τις έφερναν συνέχεια φαγητό και βοτάνια. 

Στις τελευταίες της ημέρες η Βίβιαν είδε έξω από τα τείχη του χωριού ένα λιοντάρι από φωτιά και καπνό και μια νεαρή κοπέλα όμορφη σαν τον ήλιο που δεν είχε δει ποτέ της...

Αλλά στάσου .. δεν είμαι σίγουρη ... είναι ένας τεράστιος πολεμιστής με ένα σφυρί στο χέρι και ένα κατάλευκος λύκος σαν το χιόνι, που δεν είχε δει ποτέ της... Ήρθατε για να με σώσετε; Ήρθατε για να με πάτε στην αγκαλιά του πατέρα μου και της μητέρα μου και στα παιχνίδια του αδελφού μου;

Αυτή ήταν και η τελευταία σελίδα από το βιβλίο με τα σημειώματα και το αδύναμο σώμα της Βίβιαν δεν μπορούσε πλέον να κρατήσει σφικτά στην αγκαλιά του την ψυχή της ...

Εκείνο το βράδυ κανείς άλλος δεν είδε το λιοντάρι της σκιάς ή τον λευκό λύκο αλλά άκουσαν το ουρλιαχτό και τον βρυχηθμό και ιστορία της Βίβιαν πέρασε σαν φύλο στον άνεμο στην Αυτοκρατορία της Ομίχλης....

Stay safe and up the stories...






Comments

Popular posts from this blog

Heroic Fantasy: Class Acts: Druid

Tales from the Post: Σκέψεις και μια αφιέρωση!

Planescape: Age of Spiders